- νομοφυλάκιον
- νομοφῠλᾰκ-ιον ([suff] νομοφῠλᾰκ-εῖον Suid.), τό,A office of the νομοφύλακες, Poll.8.102, Hsch.s.v. Χαρώνιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νομοφυλάκιον — και, κατά το λεξ. Σούδα, νομοφυλακεῑον, τὸ (Α) [νομοφύλαξ] ο τόπος όπου συνεδρίαζαν οι νομοφύλακες, το γραφείο τών νομοφυλάκων … Dictionary of Greek
νομοφυλακείον — νομοφυλακεῑον, τὸ (Α) βλ. νομοφυλάκιον … Dictionary of Greek